- ἀποδιαστέλλω
- V 0-1-0-0-1=2 Jos 1,6; 2 Mc 6,5A: to divide [τί τινι] Jos 1,6P: to be set apart, to be forbidden 2 Mc 6,5 neol.?
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
αποδιαστέλλω — ἀποδιαστέλλω (Α) 1. διαιρώ, διαχωρίζω 2. ( ομαι) είμαι απαγορευμένος … Dictionary of Greek
ԲԱԺԱՆԵՄ — (եցի.) NBH 1 422 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c ն. ԲԱԺԱՆԵՄ ԲԱԺԱՆԻՄ. գրի եւ ԲԱՐԺԱՆԵԼ. μερίζω, διαμερίζω , ἁπονέμω, ἁποδιαστέλλω, διαιρέω partio, dispertio, distribuo, divido Բաժին բաժին կամ մասն մասն առնել զմի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)